-
1 συμβαίνω
A- βήσομαι Hdt.2.3
, etc.: [tense] pf. - βέβηκα, [ per.] 3pl. , [dialect] Ion. inf.- βεβάναι Hdt.3.146
: [tense] pf. inf. [voice] Pass.- βεβάσθαι Th. 8.98
: [tense] aor. 2 συνέβην (v. infr.): [tense] aor. 1 subj. [voice] Pass.ξυμβᾰθῇ Id.4.30
:— stand with the feet together, Hp.Off.3;διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14
;συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91
; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3.2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37.3 meet,σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8
;τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136
(dub.);σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17
; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel. 1007.II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι ς. agree on (i.e. to accept) less, POxy. 237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj.,ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra. 175
;ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5
; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36;τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98
: c. inf.,συνέβησαν ἐς τὠυτὸ.., τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13
;ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117
; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται,.. δοῦλον εἶναι ib. 103;ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4
;ξ. πρὸς Νικίαν.. ἐπιτρέψαι Id.4.54
; alsoσυνέβησαν.. ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82
; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt. 337e; λόγοις ς., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr. 233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867;ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19
;ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph. 590
(troch.): in [tense] pf. συμβεβάναι and [voice] Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146;ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98
; .2 agree with, be on good terms with,οὐ.. Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra. 807
; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62.3 of things, tally, correspond with,ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116
;ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3
;ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9
;εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch. 210
: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib. 580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq. 220, cf. S. Tr. 1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12;αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94
; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν ς. comes to the same thing as.., Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8.4 fall to one's lot, c. dat. pers.,μοι σ. ἆται E.IT 148
(lyr.), etc.;ἡδοναί τινι Isoc.15.222
;τριηραρχία μοι D. 47.49
;ἀτυχία Id.57.65
;εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121
.III of events, come to pass, fall out, happen,συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers. 802
; τῶνδε ναμέρτεια ς. S.Tr. 173;ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R. 592a
;αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti. 120e
; εἰ καιρὸς ς. X.Eq.Mag.2.5;χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11
;τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460
: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist,ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra. 398b
, cf. A.D.Pron.29.15: but,b mostly impers., sts. c. dat. et inf.,αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103
, cf. 3.50, Th.1.1;συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2
(iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf.,συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166
, cf. Th.8.25;συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6
, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476;σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph. 1017a11
; folld. by ὥστε, S.Tr. 1152, Th.4.79, Arist.Pol. 1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph. 244d, Phlb. 42d, Cra. 412a.c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm. 128c;τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43
;τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13
;ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7
: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13.2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way,ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101
; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT 1055;τὰ μητρὸς.. ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El. 262
; ταῦτα.. λαμπρὰ ς. Id.Tr. 1174;ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι.. ἀληθεῖς E.Hel. 622
;ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr. 396
;σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg. 479c
, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e;δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ.. Th.2.17
;τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74
; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg. 903d: abs., turn out well,ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3
;εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg. 744a
.3 of consequences, come out, result, follow, ; ; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192;δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583
;ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8
, cf. 481.2, al. (iii B.C.).b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg. 459b, etc.;σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top. 156b38
, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht. 170c, Phd. 74a, Arist.EN 1152b25, al.; alsoσ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael. 270a5
: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο ς. Pl.Phd. 67c, cf. 80b, Cra. 396a, Phlb. 55a, 64e, Prm. 134b, R. 438e;ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt. 301e
: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2).IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses:1 a contingent attribute or ' accident' (in the modern sense), Arist. APo. 73b4, Top. 102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός ' accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph. 192b22, cf. Metaph. 1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An. 406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180.2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof,οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph. 1025a31
; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo. 83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ ς. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.;σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3
, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβαίνω
-
2 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
3 συμ-βαίνω
συμ-βαίνω (s. βαίνω), 1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen, nur im perf., daher διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες, Xen. Eq. 1, 14; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen. – 2) zusammentreten, -kommen, hingehen, Τίρυνϑι συμβέβηκεν, Soph. Trach. 1142; ὃν οὐδαμοῠ φῂς οὐδὲ συμβῆναι ποδί, Ai. 1260; bes. um sich mit Einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen, ἐκ τοῠ πολέμου καὶ τοῠ νείκους, Ar. Vesp. 867; Her. 1, 13. 82; dah. übereinkommen, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι, 3, 146; πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, Thuc. 5, 36; sich aussöhnen, μετεμέλοντο ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ καλῶς παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν, 5, 14, dah. ξυμβήσεσϑαι im Ggstz von πολεμήσειν, 5, 38. 81, auch π ρός τινα, 1, 103; übereinstimmen, εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις, Aesch. Ch. 208; ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, 573; φανῶ δ' ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ' ἴσα μαντεῖα καινά, Soph. Tr. 1154; λόγοις συμβάς, Eur. Med. 737, vgl. Andr. 232; χρησμοὶ συμβαίνουσι, Ar. Equ. 220; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln, καὶ δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ προςεδέχοντο, Thuc. 2, 17; Ἀϑηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen, Ar. Ran. 806; ἐὰν ξυμβῶ τί σοι, 175; im Aeußern einander entsprechen, ähneln, gleich sein, Her. 1, 116. 2, 3; vgl. M. Ant. 5, 8, οὕτως γὰρ συμβαίνειν ποτὲ ἡμῖν λέγομεν, ὡς καὶ τοὺς τετραγώνους λίϑους ἐν τοῖς τείχεσιν ἢ ταῖς πυραμίσι συμβαίνειν (passen) οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις ἐν ποιᾷ συνϑέσει. Bei Poll. 8, 140 ist τὰ συμβαϑέντα der Vertrag. – Bes. sich ereignen, zutreffen; Aesch. Pers. 788; ᾗ πρῶτα μὲν τὰ μητρὸς ἔχϑιστα συμβέβηκεν, Soph. El. 254; αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται, Eur. I. T. 148; ἴσως ἅπαντα συμβαίη καλῶς, 1055. So von Her. an häufig in Prosa, gew. c. inf., Her. 6, 103. 9, 101, συνέβη μοι πορεύεσϑαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; auch mit acc. c. inf., 7, 166 u. oft; bei Flgdn bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich Etwas ereignen sollte, Dem. Lpt. 51, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne, von Statten gehen, Fortgang haben, Thuc. 3, 3, vgl. Poppo; u. Plat. εἴ μοι συμβαίνει τοῦτο ἢ καὶ ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, Legg. V, 744 a; καλῶς συμβῆναι, Xen. Cyr. 5, 4, 7; κακῶς, Mem. 1, 2, 63; πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, Thuc. 5, 92; auch σκοποῠντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, 1, 1, ich finde mich veranlaßt zu glauben; τὰ συμβάντα, Xen. An. 3, 1, 13; φοβοῠμαι, μή τι μεῖζον κακὸν τῇ πόλει συμβῇ, Mem. 3, 5, 17; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen, 1, 2, 63; oft ist es wie τυγχάνω eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebniß, ἆρ' οὖν συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία καὶ τὸ ἀδικεῖν, Plat. Gorg. 479 c, u. oft, bes. mit εἶναι u. γίγνεσϑαι oder ὄν u. γιγνόμενον, u. oft bei Pol.; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht nothwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt, Arist. oft, vgl. topic. 1, 3; – zusammentreffen, von Summen beim Rechnen, Dem. 19, 60; und in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben, τί ἡμῖν συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων, Plat. Gorg. 498; Theaet. 170 c u. oft. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Consequenzen zieht.
-
4 дело
дел||ос1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·9. канц. ὁ φάκελλος:личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της. -
5 дело
дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα* * *сде́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης
2) (занятие, работа) η δουλειάу меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα
3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός4) ( поступок) το έργο, η πράξη5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη6) юр. η υπόθεση; ο φάκελοςгражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση
••как дела́? — πώς τα πάτε
в чём де́ло? — τι συμβαίνει
в са́мом де́ле? — αλήθεια
де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…
на де́ле — στην πραγματικότητα
пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα
-
6 такой
такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;* * *τέτοιος; τόσος ( настолько)тако́й большо́й — τόσο μεγάλος
тако́й же — όμοιος, ίδιος
таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο
в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή
что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει
-
7 οὐ
οὐ, vor einem Vocal mit dem Spiritus lenis οὐκ, vor einem Vocal mit dem Spiritus asper ο ὐ χ (vgl. auch οὐχί u. οὐκί), Verneinungswort, nicht, im Ggstz von μή objectiv, eine Thatsache verneinend, Etwas als nicht vorhanden bezeichnend, was freilich auch eine Vorstellung, ein Gedanke sein kann; also in aussagenden Sätzen c. indic., von Hom. an überall und keiner Beispiele bedürfend; auch c. optat. pot., οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ, Od. 12, 107, denn dies ist nur ein gemilderter Ausdruck für οὐ ῥύσεταί σε; wie etwa οὔ με μάλα ῥέα νικήσει, οὐδ' εἰ παγχάλκεος εὔχεται εἶναι, Il. 20, 101, vgl. οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνήρ, 9, 125; οὔ κε ϑανόντι περ ὧδ' ἀκαχοίμην, Od. 1, 236; 2, 249. – Eben so in Erklärungssätzen u. beschreibenden Zeit- u. Causalsätzen, nach ὅτε, ἐπεί, ἐπειδή u. ä. (vgl. μή, wo die Fälle aufgeführt sind, in welchen diese Verneinungspartikel gebraucht wird, so daß anzunehmen ist, daß in allen anderen Fällen οὐ steht). Bes. ist zu bemerken, daß zu λέγω, φημί u. ä., wie zu ἐάω, die Verneinungspartikel οὐ so hinzugesetzt wird, daß im Deutschen geradezu e i n Verbum »verneinen«, »leugnen«, »verweigern«, »verbieten« entspricht, Il. 5, 256. 7, 393 Od. 7, 239. So auch οὐκ ἀξιόω, Thuc. 1, 102. 2, 89; Xen. An. 2, 5, 12; daher in diesem Falle auch bei abhängigen int. οὐ steht, φησὶ δεῖν οὐδὲν τοιοῦτον προςφέρειν τῷ φαρμάκῳ, Plat. Phaed. 83 d, es wird als eine faktische Behauptung hingestellt, οὐδὲν δεῖ προςφέρειν. – Das Verbum fehlt zuweilen bei οὐ, bes. in Schwurformeln, οὐ τὸν πάντων ϑεῶν ϑεὸν πρόμον Ἅλιον, Soph. O. R. 680, u. sonst. – In Vrbdgn wie οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων, Soph. Phil. 848, ist es auf das Verbum zu beziehen u. steht in keiner engern Vrbdg mit dem Nomen; so auch οὐ λόγοις τιμώμενα O. C. 62, κοὐ λόγῳ κακά Tr. 1035. – Adjectiva werden dadurch verneint u. ihr Begriff ins Gegentheil umgewandelt, οὐ πολὺν χρόνον μ' ἐπέσχον Soph. Phil. 348, ὄνειδος οὐ καλόν 475, χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν O. C. 37, λέγεις γὰρ οὐκ ἀνεκτά Ant. 282; doch müssen sie immer durch einen einfachen, beschreibenden Relativsatz ausgedrückt werden können (vgl. μή 2 d); u. in demselben Falle bei Participien, ὁ μὲν λαβών, ὁ δ' οὐ λαβών, Ar. Eccl. 187; ξυνελϑόντες μέν, ἀμύνεσϑαι δ' οὐ τολμῶντες, Thuc. 1, 124; u. bei Adverbiis, πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ, Soph. O. R. 1275, oft οὐκ ἄνευ, οὐ πάνυ, keinesweges, οὐχ ἥκιστα, ganz besonders. – Besonders wird oft ein Gegensatz zwischen zwei Wörtern auf diese Weise hervorgehoben, τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν, Aesch. Eum. 37; οὐ προςτρόπαιον χέρα, ἀλλ' ἀμβλὺν ἤδη, 228; οὗτος ἔφϑιτ' οὐ καλῶς, ἀλλά νιν μήτηρ κατέκτα, 436; πόνον, οὐ χάριν ἀντιδίδωσιν ἔχειν, Soph. O. C. 231; ἥξοντα βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χρόνου, 398; so findet es sich auch wenn der Gegensatz nicht bestimmt ausgesprochen ist in den Sätzen, wo nach dem unter μή Bemerkten diese Partikel regelmäßig steht, εἰ δέ τοι οὐ δώσει, Il. 24, 296, d. i. wenn er dir nicht geben, verweigern wird, u. öfter bei dem schon bemerkten οὔ φημι, οὐκ ἐάω; vgl. noch μὴ δείσητε, ὡς οὐχ ἡδέως καϑευδήσετε, Xen. Cyr. 6, 2, 30, unangenehm. (Nach ϑαυμάζω hat εἰ deswegen οὐ bei sich, weil es hier keine Bedingung, sondern eine Frage ausdrückt, vgl. εἰ u. μή.) – Ἀλλ' οὐ μέλλειν, ἀλλ' ἅπτεσϑαι χρή, Ar. Eccl. 581. – Seltener ist eine Vrbdg, wie Thuc. 1, 137 ἡ τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσις, das Nichtabbrechen der Brücken, wie ἡ οὐ περιτείχισις 3, 95, vgl. 5, 50, geradezu Umschreibung für einen ganzen Satz, daß die Brücken in der That nicht abgebrochen wurden; ἡ οὐκ ἐπιμαρτύρησις S. Emp. adv. math. 7, 214 ff. – Sowohl das einfache οὐ wird in demselben Satze zweimal gesetzt, um nachdrücklicher zu verneinen, οὐ γὰρ ὀΐω οὔ σε ϑεῶν ἀέκητι γενέσϑαι Od. 3, 27, οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ' οὔ σε κομίζει 24, 251, Hes. O. 519, ὃς οὐκ ἐπειδὴ τῷδ' ἐβούλευσας δρᾶσαι τόδ' ἔργον οὐκ ἔτλης Aesch. Ag. 1617, νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκ ἀποτρέψει Soph. Tr. 1010, als auch werden bes. verschiedene Verneinungswörter in einem Satze vereinigt, ohne sich aufzuheben; ist der Satz durch eine negative Conjunction eingeleitet, so werden regelmäßiger Weise alle adverbiale Orts-, Zeit- u. ähnliche Bestimmungen allgemeiner Art ebenfalls verneint, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν Aesch. Prom. 477, οὐκ οἶδεν οὐδείς Ag. 618, κοὐ στρατὸς οὐδαμῇ καϑίστατο Pers. 376, οὐκ ἔμελλον ἄρα λείψειν οὐδέποτε Soph. Phil. 1072; u. in Prosa, vgl. z. B. οὐ μέντοι ἔφασαν ἀποϑνησκειν οὐδένα Her. 2, 63; οὐδεὶς εἰς οὐδὲν οὐδενὸς ἂν ἡμῶν οὐδέποτε γένοιτο ἄξιος, Plat. Phil. 19 b; σμικρὰ φύσις οὐδὲν μέγα οὐδέποτε οὐδένα οὔτε ἰδιώτην, οὔτε πόλιν δρᾷ, Rep. VI, 495 b (vgl. auch ούδαμῶς, οὐδαμῆ u. ä.). – Anders sind Beispiele, wie οὐ νῦν ἐκεῖνοι παιόμενοι – οὐδ' ἀποϑανεῖν δύνανται; Xen. An. 3, 1, 29, wo das erste οὐ die Frage einleitet, οὐδέ zu ἀπαϑανεῖν allein gehört, können jene nicht, nicht einmal sterben? d. i. sie können nicht einmal sterben; vgl. οὐκ εἰς Πέρινϑον – Ἀρίσταρχος ἡμᾶς οὐκ εἴα εἰςιέναι, verhinderte er uns nicht, 7, 6, 24. – In scharf hervorgehobenem Gegensatze steht es oft ohne Verbum am Ende des Satzes und wird dann accentuirt, συμβαίνει γὰρ οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ; Aesch. Prom. 788; ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ, Soph. Ai. 255; ταρβήσει γὰρ οὔ, 541; καὶ τοὶ γὰρ αἰϑοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ, Pind. Ol. 7, 48; οἱ μὲν ἐνετύγχανον, οἱ δὲ καὶ οὔ, Xen. An. 5, 2, 17; τοῖς μὲν ἐδόκει βέλτιστον εἶναι καταμεῖναι, τοῖς δὲ πολλοῖς οὔ, 5, 6, 19. – Eben so wird es betont, wenn es allein steht, ohne Verbum, theils in der Antwort, οὔ, nein, Soph. O. R. 1040 Tr. 247 u. öfter, Ar. u. Plat., theils wenn es nach einem negativen Satze noch einmal allein steht und mit einem besonderen Nachdruck auch im Deutschen durch nein wiedergegeben werden kann, οὐκ ἔστ' ἄλυξις, οὔ, ξένοι, Aesch. Ag. 1272, vgl. οὔ, πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν Spt. 1039; οὔκ, εἴπερ ἔσται γε, Ag. 1222; οὔ μοι δοκεῖ, ὦ Ἱππία, οὐκ, εἰ ταῦτά γε –, Plat. Hipp. mai. 292 b; ϑεοῖς τέϑνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ, Soph. Ai. 649. – In der Frage drückt οὐ immer aus, daß man eine bejahende Antwort erwartet; es ist eigentlich nicht als Fragepartikel anzusehen, sondern die Frage wird, wie bei uns so oft, durch den bloßen Ton der Rede angedeutet, οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι; sind nicht auch andere? womit die Ansicht ausgesprochen ist, daß es wirklich noch Andere giebt, Il. 10, 165, vgl. 4, 242. 24, 33, öfter; οὐ τοῠτο δειμαίνεις πλέον; Aesch. Prom. 41, vgl. Pers. 784 Eum. 121, öfter; οὐκ ἐρεῖς; Soph. Phil. 730; οὐκ εἶ πάλιν; 963; oft mit γάρ verbunden, wie Ar. Av. 611. 1526 u. in Prosa überall. Auch allein u. am Ende der Frage stehend u. dann accentuirt, ϑανουμένη γὰρ ἐξῄδ η, τί δ ' οὔ; Soph. Ant. 456; πῶς γὰρ οὐχ; Ai. 989. – Nicht selten steht es in diesem Falle dem Worte nach, zu dem es eigentlich gehört, wonach gefragt wird, vgl. Plat. Conv. 202 c Rep. IX, 590 a. – Das fut. mit οὐ steht oft so frageweise für den imperat., οὐ σῖγ' ἀνέξει; wirst du nicht schweigen? d. i. schweige. Soph. Ai. 75, vgl. Phil. 975 Tr. 1183. Doch findet sich auch außer der Frage οὐ φήσεις, du wirst das nicht sagen, für den imperat., wenn das Verbot so ausgesprochen wird, daß man die feste Ueberzeugung zugleich mit ausdrückt, es könne und werde nicht dagegen gehandelt werden. – Aehnlich der optat. aor. wit ἄν, οὐκ ἂν δὴ τόνδ' ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο; den Befehl mildernd, Il. 5, 456, möchtest du nicht zurückhalten? vgl. 24, 263; u. so auch bittend, Od. 7, 22. 22, 132. – In einzelnen Fällen erscheint uns οὐ überflüssig (vgl. aber μή u. μὴ οὐ). Auch nach einem compar. wird es zuweilen gesetzt, wo wir es nicht übersetzen, οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῠσι ἢ οὐ καὶ σφί, Her. 5, 94, vgl. 7, 16, 3; πόλιν ὅλην διαφϑεῖραι μᾶλλον ἢ οὐ τοὺς αἰτίους, Thuc. 3, 36, vgl. 2, 62. – Ueber οὐ für οὐ μά mit einem accus. in verneinender Betheuerung s. Koen Greg. Cor. p. 257. – Ἔ οὐκ, μὴ οὐ werden bei den Dichtern immer in eine Sylbe verschmolzen, so auch ἐγὼ οὐ.]
Die Verbindung mit anderen Partikeln ist meist sehr einfach, da diese ihre eigentliche Bedeutung behalten. Doch mögen hier die üblichsten Fälle aufgeführt werden:
-
8 ὅτι
ὅτι, ep. ὅττι, eigtl. neutr. von ὅςτις, also = ὅ, τι (s. oben), wie das lat. quod und unser daß zur Conjunction geworden; – 1) den Uebergang zeigen Verbindungen, wo es sich als Erklärungssatz an ein vorausgegangenes Demonstrativum anschließt, τόδε κέρδιον ἔπλετο, ὅττι πάροιϑε ὑπόειξεν, Il. 15, 226; ἀλγύνομαι τοῦτ' αὔτ' ὅτι ζῶ σὺν πολλοῖς κακοῖς, Soph. Phil. 1011, was ursprünglich heißt: ich empfinde Schmerz über das, was ich lebe, d. i. darüber, daß ich lebe; Plat. ἴσϑι τοῦτο, ὅτι οὐχ ἑκὼν ἐξαμαρτάνω, Gorg. 488 a; vgl. noch τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔϑετο λέσχην, Soph. Ant. 159, was für einen Plan, daß er nämlich zusammenrief; ποῖον πάϑος δείσαντες, ὅτι σφ' ἀνάγκη τῇδε πληγῆναι χϑονί, O. C. 611. – Zuweilen scheint es für ὥςτε zu stehen, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ὠδύσατο, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει, Od. 5, 340, wo es aber auch nur erklärend zu fassen, was zürnet er dir so, nämlich daß er dir Leiden bereitet; vgl. νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ ϑάρσει, ὅτ' ἐμὸν – ἔγχος ἔμεινας, Il. 6, 125; τί νύ σε Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες τόσσα κακὰ ῥέζουσιν, ὅτ' ἀσπερχὲς μενεαίνεις, 4, 31. – Vgl. noch Vrbdgn, wie τὸ δὲ ἔσχατον πάντων, ὅτι ϑόρυβον παρέχει, Plat. Phaed. 66 d; τὸ δὲ μέγιστον τῶν εἰρημένων, ὅτι συμβαίνει, das Wichtigste ist das, daß es sich trifft, Isocr. 5, 136. – So bes. im Anfange eines Satzes, wie das lat. qu od, was das anbetrifft, τὰ μὲν ἄλλα ὀρϑῶς ἤκουσας, ὅτι δὲ καὶ ἐμὲ οἴει εἰπεῖν τοῦτο παρήκουσας, was aber das anbetrifft, daß du meinst –, so hast du dich verhört, Plat. Prot. 330 e; Phaed. 115 d. – Dahin gehört auch ἆρά τί σοι δοκεῖ ἀδικῶν ἄνϑρωπος σωφρονεῖν, ὅτι ἀδικεῖ, Plat. Prot. 333 b, darin, daß, oder insoferner Unrecht thut. – Dah. bedeutet es – 2) den Grund, der auch als ein Erklärungssatz zu einem entweder ausdrücklich hinzugesetzten (τούτῳ, διὰ τοῦτο), oder gew. ausgelassenen Demonstrativum aufgefaßt werden kann (vgl. bes. διότι), deshalb, weil, darum daß, darüber daß, Hom. und Folgende; c. indic., χωόμενος, ὅτ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας, Il. 1, 244, über das zürnend (τούτῳ od. ἐπὶ τούτῳ), daß du den besten der Achäer gar nicht ehrtest; κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579, öfter; auch ὅτι ῥα, ὅτι δή; dem τοὔνεκα entsprechend, Od. 23, 1151 κῦδος διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις, da die Tyndariden Ruhm ihnen verleihen, deswegen, weil sie, Pind. Ol. 3, 39, vgl. 1, 60 P. 2, 31; στέρ γω δ' ὄμματα Πειϑοῦς, ὅτι μοι γλῶσσαν καὶ στόμ' ἐπωπᾷ, Aesch. Eum. 971; Prom. 903; Soph. El. 1059; ὅσοι οἴονται τῇ ἀληϑείᾳ πολιτικοὶ εἶναι, ὅτι ἐπαινοῦνται ὑπὸ τῶν πολλῶν, Plat. Rep. IV, 426 d; ἆρα τὸ ὅσιον, ὅτι ὅσιόν ἐστι, φιλεῖται ὑπὸ τῶν ϑεῶν, ἢ ὅτι φιλεῖται ὅσιόν ἐστιν; Euthyphr. 9 e; Folgende. Der indicat. bleibt in indirecter Rede, ἔλεξεν, ὅτι οὗτος μὲν διὰ ταῦτα οὐ φαίη εἰδέναι, ὅ τι αὐτῷ τυγχάνει ϑυγατὴρ ἐκεῖ ἐκδεδομένη, Xen. An. 4, 1, 24, vgl. 2, 3, 19. – In Stellen, wie Il. 16, 35, γλαυκὴ δέ σε τίκτε ϑάλασσα πέτραι τ' ἠλίβατοι, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής, scheint es elliptisch zu stehen, denn vollständig müßte der Satz etwa heißen: ich bebaupte, daß dich das Meer oder Felsen geboren, weil dein Sinn hart ist, einfacher wird es aber hier wie ἐπεί u. ä. durch denn übersetzt: dich gebaren die Felsen, denn dein Sinn ist hart, vgl. 23, 484 Od. 22, 36. Aber ὄφρ' εὖ εἰδῇς ὅσσον φερτέρη εἴμ', ὅτι μοι μένος ἀντιφερίζεις, Il. 21, 488, ist eigtl. = in Beziehung darauf, daß du dich mir an Kraft gleichstellst, wofür wir sagen können »da du dich doch mir gleichstellst«. – Auch in der Vrbdg ὅτι τί; warum? fehlt das Verbum, welches sich aus dem Zusammenhange leicht ergänzen läßt, ὅτι δὴ τί γε; Plat. Charmid. 161 c, worauf folgt ὅτι οὐ δή που ἐνόει; vgl. ὅτι δὴ τί μάλιστα Rep. I, 343 a. – 3) Am häufigsten ist ὅτι der Ausdruck eines Objectsatzes, nach den Verb. des Wahrnehmens, Erkennens, Wissens, Sagens u. ä., statt des acc. c. inf., und selbstständiger als dieser das Wahrgenommene hinstellend, da ß; mit dem indicat., οἶδα γάρ, ὅττι κακοὶ μὲν ἀποίχονται πολέμοιο, Il. 11, 408, öfter; so Pind. Ol. 2, 63 N. 4, 43; Tragg. u. in Prosa; nach γιγνώσκω, οἶδα, Aesch. Prom. 104. 186; οἶδ' ὅτι νοσεῖτε πάντες, Soph. O. R. 59; ἴσϑ' ὅτι ἄνους μὲν ἔρχει, Ant. 98; nach χαίρω, διαγγέλλω, Pind. N. 5, 3. 45; σημαίνει ὅτι – ἔστι, Soph. O. C. 321; – mit dem opt. pot., γιγνώσκων ὅτι οὐδεὶς ἂν ἐμπέσοι ζῆλος, 945. – Auch in indirecter Rede steht nicht selten der ind., wenn ein bestimmtes Faktum angegeben wird. ἔλεγον, ὅτι Κῠρος τέϑνηκεν, Xen. An. 2, 1, 3; λέγει, ὅτι ἄξει αὐτούς, 4, 7, 20; ὑποψία ἦν, ὅτι ἄγει πρὸς βασιλέα, 1, 3, 21; ἐπυνϑάνετο, ὅτι αἱ νῆες ἤδη εἰσίν, Thuc. 4, 3; ἐδήλουν οὐδέν, ὅτι ἴσασιν, 4, 68; – c. optat. nach einem Präteritum, wenn die Meinung eines Andern angeführt wird, zum bestimmteren Ausdruck der indirecten Rede, ἀγγεῖλαι, ὅτι φάρμακον πιὼν ἀποϑάνοι, daß er gestorben sei, Plat. Phaed. 57 b; ἧκεν ἄγγελος λέγων, ὅτι λελοιπὼς εἴη τὰ ἄκρα, Xen. An. 1, 2, 21; ἤκουσα, ὅτι Περικλῆς πολλὰς ἐπῳδὰς ἐπίσταιτο, Mem. 2, 6, 13, d. h. ich hörte von Anderen, daß Perikles nach ihrer Meinung verstehe, während ἐπίσταται das einfache Faktum, daß er versteht, ausdrücken würde. – Zu bemerken ist hierbei eine Umstellung sowohl des Subjects, wie ἤκουσα τοὺς ναύτας, ὅτι σοι πάντες εἶεν οἱ νεναυστοληκότες, Soph. Phil. 544, als der Satzglieder, εἶπεν, εἰ αὐτῷ δοίη ἱππέας χιλίους, ὅτι κατακάνοι, Xen. An. 1, 6, 2, wo der Bedingungssatz nach ὅτι stehen sollte, da er zu der indirecten Rede gehört, vgl. 7, 1, 36; daher findet sich in diesem Falle auch ein doppeltes ὅτι, λέγουσιν, ὅτι, εἰ μὴ ἐκποριοῦσι τῇ στρατιᾷ μισϑόν –, ὅτι κινδυνεύσει, 5, 6, 19. – Aus dem so häufigen Gebrauche des indicat. in indirecter Rede ist es herzuleiten, daß oft nach ὅτι die unveränderten Worte der directen Rede folgen, so daß ὅτι reines Formwort ist, welches nur den Anfang der Rede bezeichnet, wie wir im Schreiben ein Kolon machen, καὶ ἐγὼ εἶπον, ὅτι Ἡ αὐτή μοι ἀρχή ἐστιν, Plat. Prot. 317 e; Crit. 431 a; ἵνα μὴ εἴπω, ὅτι 'Ἀλλ' ἀφελόμενος ούχ ἕξει –, Gorg. 521 b; Thuc. 1, 139. 4, 92; λέγει, ὅτι Ἀνδοκίδη, ὁρᾷς, Andoc. 1, 49; ὁ δ' ἀπεκρίνατο, ὅτι οὐδ' εἰ γενοίμην, σοί γ' ἂν ἔτι δόξαιμι, Xen. An. 1, 6, 8; εἶπεν, ὅτι αὐτός εἰμι, ὃν ζητεῖς, 2, 4, 16; Sp., wie Pol. 1, 80, 9. 3, 85, 8 u. öfter, woraus zu erklären ist ὡς γὰρ ἐγὼ ἤκουσά τινος, ὅτι Κλέανδρος μέλλει ἥξειν, Xen. An. 6, 2, 18, wie ich hörte, wird Kleander kommen, was man gewöhnlich aus der Vermischung zweier Constructionen, ὡς ἤκουσα, μέλλει u. ἤκουσα, ὅτι μέλλει, erklärt. – Auf ähnliche Weise steht ὅτι pleonastisch beim acc. c. inf., auch gewissermaßen nur den Anfang der indirecten Rede bezeichnend, welche Verbindungen immer für uns etwas Hartes, Anakoluthisches haben und auch durch die Vermischung zweier verschiedener Constructionen erklärt zu werden pflegen, εἶπον ὅτι πρῶτον ἐμὲ χρῆναι πειραϑῆναι κατ' ἐμαυτόν, ich sagte, zuerst muß ich den Versuch für mich machen, Plat. Legg. X, 892 d, vgl. Phaed. 63 c, wo man noch leicht aus dem Vorigen ἐλπίζω ergänzen kann; Charmid. 164 d; ἀκούω γάρ, ὅτι καὶ συνϑηρευτάς τινας τῶν παίδων σοι γενέσϑαι αὐτοῦ, Xen. Cyr. 2, 4, 15; 7, 4, 7 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 772. So auch mit dem partic., γνούς, ὅτι, εἰ καὶ ἐνδώσουσι, διαφϑαρησομένους αὐτούς, Thuc. 4, 37; αἰσϑάνομαί σου, ὅτι – οὐ δυναμένου ἀντιλέγειν, Plat. Gorg. 481 d. – Aus der häufigen Verbindung ἴσϑ' ὅτι hat sich der parenthetische Gebrauch dieser Formel gebildet, ἀλλὰ οὐ τόνδ' Ὄλυμπον, ἴσϑ' ὅτι, χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσει ἐμέ, Soph. Ant. 754, vgl. 276; εὖ ἴσϑ' ὅτι, Plat. Theaet. 149 a, das wisse wohl; τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῠ; ἥδ' ἡ ϑανοῠσα; ζῶσά γ' ἂν σάφ' οἶδ' ὅτι, Eur. Phoen. 1617, was vollständig heißen müßte εἰ ἔζη, σάφ' οἶδ' ὅτι ὡμάρτει ἄν; Ar. μονώτατος γὰρ εἶ σὺ πάντων αἴτιος – εὖ ἴσϑ' ὅτι, am Ende des Satzes, Plut. 183 (mehr Beispiele s. unter ΕΙΛΩ, οἶδα a. E.). – Eben so steht Plat. Gorg. 475 d οὐκοῠν κακῷ ὑπερβάλλον τὸ ἀδικεῖν κάκιον ἂν εἴη τοῦ ἀδικεῖσϑαι; Antwort δῆλον δὴ ὅτι, wozu man aus der Frage κάκιον ἂν εἴη ergänzen kann, allerdings (vgl. oben δηλονότι). – 4) ὅτι μ ή, gew. nach einer vorangegangenen Verneinung, eigtl. in Beziehung darauf, daß nicht, wie εἰ μή gebraucht, außer daß, wo nicht, οὐδαμοὶ – ὅτι μὴ Χῖοι μοῠνοι, Her. 1, 18; ὅτι γὰρ μὴ Ἀϑῆναι, ἦν οὐδὲν ἄλλο πόλισμα λόγιμον, 1, 143; οὐδεὶς ἀν ϑρώπων ὅτι μὴ γυνὴ μούνη, 1, 181; 2, 13 u. öfter; οὐ γὰρ ἦν κρήνη, ὅτι μὴ μία ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει, Thuc. 4, 26; ἐὰν τῷ σώματι μὴ κοινωνῶμεν, ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη, Plat. Phaed. 67 a; οὔτε ἐπὶ ϑεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλϑες, ὅτι μὴ ἅπαξ εἰς Ἰσϑμόν, Crito 52 b, wo der entsprechende Satz lautet οὔτε ἄλλοσε οὐδαμόσε, εἰ μή ποι στρατευσόμενος, vgl. Schäf. zu D. Hal. C. V. p. 400. – Aber μὴ ὅτι – ἀλλά oder ἀλλὰ καὶ ist wie μὴ ὅπως, μὴ ἵνα ein elliptischer Ausdruck, der oben unter μὴ ὅτι schon erwähnt ist; – οὐχ ὅτι im Nachsatze, obgleich, Plat. Lys. 220 a; dgl. Σωκράτει γε ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσϑαι, οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι, eigtl. ich will nicht sagen, daß, – wiewohl er scherzt und sagt, Prot. 336 d; aber mit folgendem ἀλλά, in der Bdtg wie μὴ ὅτι, z. B. οὐχ ὅτι μόνος ὁ Κρίτων ἐν ἡσυχίᾳ ἦν, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ, ich sage nicht, daß Krito allein ruhig war, sondern auch seine Freunde, oder kürzer: nicht nur Krito, sondern auch, Xen. Mem. 2, 9, 8, vgl. Cyr. 8, 1, 28. – 5) In der Vrbdg mit dem superl., ὅτι τάχιστα, so schnell wie möglich, Il. 4, 193. 9, 659 Od. 5, 112 u. sonst, Hes. u. Folgde, wie in Prosa, ist es ebenfalls als neutr. von ὅςτις oben bei diesem Worte erwähnt, doch schwankt hier, wie in manchen Fällen die Schreibung zwischen ὅτι u. ὅ, τι. – [Die an sich kurze letzte Sylbe wird von Hom. in der Vershebung zuweilen auch lang gebraucht, z. B. Od. 13, 115. – Bei den Attikern wird ι nie elidirt, um die Verwechslung mit ὅτε zu vermeiden, vgl. Pors. Eur. Hec. 112; bei Hom. aber ist die Elision nicht zweifelhaft, Il. 1, 244. 412. 4, 32 u. öfter. – In der attischen Comödie findet sich der Hiatus nach ὅτι, vgl. Ar. Lys. 611 Ach. 516.]
-
9 бывать
ρ.δ.1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.
2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.
3. βρίσκομαι, είμαι•вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.
4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•-ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...
5. επισκέπτομαι• συχνάζω•он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.
(απρόσ.) συμβαίνει.εκφρ.как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•ничего не -ло – παλ. βλ. στη λ. ничуть. -
10 παρα-φυής
παρα-φυής, ές, das daneben Wachsende, συμβαίνει τὴν ῥητορικὴν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικῆς εἶναι, Arist. rhet. 1, 2, wie das Vorige.
-
11 επιδηλος
21) явный, ясный, очевидный, заметный(ἥ μεταβολέ γίνεται ἐ. Arst.)
ἐπίδηλόν τινι ποιεῖν Arph. — разъяснить кому-л.;θέλων μέ ἐ. εἶναί τινι Her. — желая скрыть свое намерение от кого-л.;κλέπτων ἐστὴ ἐ. Arph. — ясно, что он ворует2) замечательный, особенный, чрезвычайный(οὐδὲν ἐπίδηλον ποιεῖν Xen.; συμβαίνει οὐδὲν ἐπίδηλον Arst.)
-
12 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
13 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
14 τί
τί2II αντων.1) что?;μα τί2! — что же!;
τί2 να κάνω; — что мне делать?;
τί2 συνέβη; — что случилось?;
τί συμβαίνει; в чём дело?, что случилось?;2) какой?, который?; τί ώρα είναι; который час?; τί ανάγκη; есть ли необходимость, нужно ли?; τί ανάγκη τον έχω; зачем он мне нужен?; τί το όφελος; какая польза?; 3) что?, почему?; τί γελάς; что ты смеёшься?, почему ты смеёшься?; 4) как, сколько; что за...; τί πολύ! как много 1; τί κόσμος! сколько народу!; § καί τί μ' αυτό (или με τρύτο); ну и что (дальше)? τί κι' άν... неважно..., что с того... -
15 γάρ
I introducing the reason or cause of what precedes, for,τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη· κήδετο γ. Δαναῶν Il.1.56
, etc.; but freq. in expl. of that wh. is implied in the preceding clause,πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα.. τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον 2.118
, etc.: hence,b in simple explanations, esp. after a Pronoun or demonstr. Adj.,ἀλλὰ τόδ' αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει· Ἕκτωρ γ. ποτε φήσει 8.148
, cf. Od.2.163; ὃ δὲ δεινότατον.. ὁ Ζεὺς γ. .. Ar.Av. 514;ὃ δὲ πάντων ἀδικώτατον ἔδοξε· τῶν γὰρ προγε γραμμένων ἠτίμωσε καὶ υἱούς Plu.Sull.31
; freq. in introducing proofs or examples, μαρτύριον δέ· Δήλου γ. καθαιρομένης .. Th.1.8; τεκμήριον δέ· οὔτε γ. Λακεδαιμόνιοι .. Id.2.39, cf. D.20.10, etc.; in full, τεκμήριον δὲ τούτου τόδε· αἱ μὲν γ. .. Hdt.2.58; παράδειγμα τόδε τοῦ λόγου· ἐκ γ. .. Th.1.2; δηλοῖ δέ μοι τόδε· πρὸ γ. .. ib.3.c to introduce a detailed description or narration already alluded to, ὅμως δὲ λεκτέα ἃ γιγνώσκω· ἔχει γ. [ἡ χώρα] πεδία κάλλιστα .. X.An.5.6.6, etc.d in answers to questions or statements challenging assent or denial, yes,.., no,.., οὔκουν.. ἀνάγκη ἐστί;—ἀνάγκη γ. οὖν, ἔφη, ay doubtless it is necessary, X.Cyr.2.1.7, cf. § 4 and 13; indicating assent,ἔχει γ. Pl.Phdr. 268a
; ἱκανὸς γ., ἔφη, συμβαίνει γ., ἔφη, Id.R. 502b, 502c,cf. Ap. 41a, etc.; οὔκουν δὴ τό γ' εἰκός.—οὐ γ.: Id.Phdr. 276c.2 by inversion, preceding the fact explained, since, as,Ἀτρεΐδη, πολλοὶ γ. τεθνᾶσιν Ἀχαιοί.. τῷ σε χρὴ πόλεμον παῦσαι Il.7.328
; χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος ([etym.] χρῆν γ. Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς) ἔλεγε πρὸς τὸν Γύγην τοιάδε, Γύγη, οὐ γ. σε δοκέω πείθεσθαι.. ([etym.] ὦτα γ. τυγχάνει κτλ.) , ποίει ὅκως .. Hdt.1.8. cf. 6.102, al.; εἶεν, σὺ γ. τούτων ἐπιστήμων, τί χρὴ ποιεῖν; Pl.Phd. 117a; the principal proposition is sts.b blended with the causal one, τῇ δὲ κακῶς γ. ἔδεε γενέσθαι εἶπε, i.e. ἡ δέ ([etym.] κακῶς γ. οἱ ἔδεε γενέσθαι)εἶπε Hdt. 9.109
, cf. 1.24, 4.149, 200, Th.1.72, 8.30.c attached to the hypothet. Particle instead of being joined to the apodosis, οὐδ' εἰ γ. ἦν τὸ πρᾶγμα μὴ θεήλατον, ἀκάθαρτον ὑμᾶς εἰκὸς ἦν οὕτως ἐᾶν, i.e. οὐδὲ γ. εἰ ἦν .., S.OT 255.3 in elliptical phrases, where that of which γάρ gives the reason is omitted, and must be supplied,a freq. in Trag. dialogue and Pl., when yes or no may be supplied from the context, καὶ δῆτ' ἐτόλμας τούσδ' ὑπερβαίνειν νόμους;—οὐ γ. τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε [yes], for it was not Zeus, etc., S.Ant. 450, cf. OT 102, etc.;καλῶς γὰρ αὐτὸς ἠγάνισαι Pl. Smp. 194a
; freq. in phrase ἔστι γ. οὕτω [yes], for so it is, i. e. yes certainly: λέγεταί τι καινόν; γένοιτο γ. ἄν τι καινότερον ἢ .. ; [why,] could there be.. ? D.4.10; with negs., Ar.Ra. 262 τούτῳ γ. οὐ νικήσετε [do so], yet shall ye never prevail by this means: for ἀλλὰ γ., v. infr.11.1.b to confirm or strengthen something said, οἵδ' οὐκέτ' εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται [I say this], for it will sting thee, E. Med. 1370: after an Exclamation,ὦ πόποι· ἀνάριθμα γ. φέρω πήματα S.OT 168
(lyr.), cf. E.Hel. 857.c in conditional propositions, where the condition is omitted, else, οὐ γ. ἄν με ἔπεμπον πάλιν (sc. εἰ μὴ ἐπίστευον) X.An.7.6.33; γίνεται γ. ἡ κοινωνία συμμαχία for in that case, Arist.Pol. 1280b8.4 in abrupt questions, why, what, τίς γ. σε θεῶν ἐμοὶ ἄγγελον ἧκεν; why who hath sent thee? Il.18.182; πῶς γ. νῦν.. εὕδουσι; 10.424; πατροκτονοῦσα γ. ξυνοικήσεις ἐμοί; what, wilt thou.. ? A.Ch. 909: generally, after interrog. Particles, ἦ γ. .. ; what, was it.. ? S.OT 1000, 1039, etc.; τί γ.; quid enim? i. e. it must be so, Id.OC 539, 542, 547, etc.; τί γ. δή ποτε; D.21.44; also πῶς γ.; πῶς γ. οὔ;, v. πῶς.5 to strengthen a wish, c. opt., κακῶς γ. ἐξόλοιο O that you might perish ! E.Cyc. 261; cf. αἴ, εἰ, εἴθε, πῶς.II joined with other Particles:1 ἀλλὰ γ. where γάρ gives the reason of a clause to be supplied between ἀλλά and itself, as ἀλλ' ἐν γὰρ Τρώων πεδίῳ .. but [far otherwise], for.., Il.15.739; ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ' αἵδ' ἐπὶ πρᾶγος πικρόν but [hush], for.., A.Th. 861; ἀλλ' οὐ γ. σ' ἐθέλω .. but [look out] for.., Il.7.242; in full,ἀλλ' οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι μαίεσθαι προτ έρω, τοὶ μὲν πάλιν αὖτις ἔβαινον Od.14.355
;ἀλλ', οὐ γ. ἔπειθε, διδοῖ τὸ φᾶρος Hdt.9.109
.3 γ. δή for of course, for you know, Il.2.301,23.607, Hdt.1.34, 114, etc.; φάμεν γ. δή yes certainly we say so, Pl.Tht. 187e, cf. 164d;οὐ γ. δή S.Ant.46
, etc.4γ. νυ Od.14.359
.5 γ. οὖν for indeed, to confirm or explain, Il.15.232, Hdt.5.34, S.Ant. 489, 771, etc.; φησὶ γ. οὖν yes of course he says so, Pl.Tht. 170a;γ. οὖν δή Id.Prm. 148c
, etc.; οὐ γ. οὖν ib. 134b; cf. τοιγαροῦν.7 γ. ῥα, = γὰρ ἄρα, Il.1.113, al.8 γ. τε, 23.156; alsoτε γ. D.19.159
, Arist.Pol. 1333a2, al.B POSITION: γάρ prop. stands after the first word in a clause, but in Pocts it freq. stands third or fourth, when the preceding words are closely connected, as ὁ μὲν γὰρ .. S.Aj. 764; χἠ ναῦς γὰρ .. Id.Ph. 527; τό τ' εἰκαθεῖν γὰρ .. Id.Ant. 1096; τὸ μὴ θέμις γὰρ .. A.Ch. 641, cf. 753: also in Prose, τὸ κατ' ἀξίαν γὰρ .. Arist. EN 1163b11: sts. for metrical reasons, where there is no such connexion, as third (A.Ag.222.729, S.Ph. 219 (all lyr.)), fourth (Ar.Av. 1545); in later Com. fifth (Men.462.2); sixth (Antiph.26.22); seventh (Men.Epit. 531, Pk. 170, Athenio 1.5); once sixth in S., .C QUANTITY: γάρ is sts. long in Hom. metri gr.,θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν Il.2.39
;φωνῆς γὰρ ἤκουσα h.Cer.57
.—In [dialect] Att. always short: Ar.Eq. 366, V. 217, Lys.20 are corrupt. -
16 δίδωμι
δίδωμι, Il.23.620, etc. (late [full] δίδω POxy. 121 (iii A. D.)); late forms, [ per.] 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., [ per.] 3pl. δίδωσι ([etym.] παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,Aδιδοῖ Od.17.350
, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 ([etym.] ἀνα-), A.Supp. 1010, etc.,διδοῦσι Il.19.265
(always in Hom.), dub. in [dialect] Att., Antiph.156; imper.δίδου Thgn.1303
, Hdt.3.140, E.Or. 642,δίδοι Pi.O.1.85
, Epigr. in Class.Phil.4.78, [dialect] Ep.δίδωθι Od.3.380
; inf. διδόναι, alsoδιδοῦν Thgn.1329
, [dialect] Ep.διδοῦναι Il.24.425
, [dialect] Aeol.δίδων Theoc.29.9
; part. διδούς, [dialect] Aeol.δίδοις Alc.Supp.23.13
: [tense] impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq. 678, Od.19.367, 11.289 ([dialect] Ep.δίδου Il. 5.165
), etc.; [ per.] 3pl.ἐδίδοσαν Hdt.8.9
, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op. 139, D.H.5.6 codd. ([etym.] ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer. 437, δίδον ib. 328; [dialect] Ep. iter.δόσκον Il.14.382
: [tense] fut.δώσω 14.268
, etc., [dialect] Ep.διδώσω Od.13.358
, 24.314; inf.δωσέμεναι Il.13.369
: [tense] aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., [dialect] Ep.δῶκα Il.4.43
: [tense] aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν ([dialect] Lacon.ἔδον IG5(1).1
B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; [dialect] Ep. forms of [tense] aor., subj. [ per.] 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; [ per.] 3sg. δώη, [dialect] Boeot. (Delph.), IG7.3054 (Lebad.),δοῖ PPetr.2
.p.24; [ per.] 1pl.δώομεν Il.7.299
, Od.16.184, [ per.] 3pl.δώωσι Il.1.137
; [ per.] 3sg. opt. is written ,δοῖ IG14.1488
, etc.; inf.δόμεναι Il.1.116
,δόμεν 4.379
(also [dialect] Dor., Ar.Lys. 1163 ([etym.] ἀπο-), δόμειν SIG942
([place name] Dodona)); Cypr. inf.δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H.
(also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part.ἀπυ-δόας IG5(2).6.13
([place name] Tegea); inf. (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): [tense] pf.δέδωκα Pi.N.2.8
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35
(Orchom.): [tense] plpf.ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26
:—[voice] Med. only in compds.:— [voice] Pass., [tense] fut. , Is.3.39, etc.: [tense] aor.ἐδόθην Od.2.78
, etc.: [tense] pf.δέδομαι Il.5.428
, A.Supp. 1041, Th.1.26, etc.; [ per.] 3pl. : [tense] plpf.ἐδέδοτο Th.3.109
:—give freely,τινί τι Od.24.274
, etc.: in [tense] pres. and [tense] impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr. 100, X.An.6.3.9, etc.; things offered,D.
18.119.2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in [voice] Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for.., S.OT 1081, OC 642, E.Andr. 750: abs., of the laws, grant permission,δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2
, cf. Pl.Lg. 813c.4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν.. ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183;δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149
: later freq. of giving to eat or drink,ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172
, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.;ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr. 203
;δίδου μασᾶσθαι Eup. 253
;δὸς καταφαγεῖν Hegem.1
;τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41
;δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7
; with inf. omitted,φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10
;εὐζωρότερον δός Diph.58
; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, , cf. D.39.3, Arist. Rh. 1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj. 1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged.., S.OC 855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20;δ. λόγον σφίσι
deliberate,Hdt.
1.97;οὐκ, εἰ διδοίης.. σαυτῷ λόγον S.OT 583
; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE 165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to.., S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc.πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips. 13 iii 3
; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.II c. acc. pers., hand over, deliver up,ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167
;μιν.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397
;Ἕκτορα κυσίν 23.21
;πυρί τινα Od.24.65
;πληγαῖς τινά Pl.R. 574c
;ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60
.2 of parents, give their daughter to wife,θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192
, Od.4.7; also of Telemachus,ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223
; τὴν.. Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added,δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268
: in Prose and Trag.,θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107
, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs.,ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92
.β, cf. E.Med. 288; alsoδ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
.3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc. 296 (s. v. l.).4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up,δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108
, cf. S.Ph.84, Th.2.68;τινὶ εἰς χεῖρας S.El. 1348
;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97
;εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8
;εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4
; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., .5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—[voice] Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα .. orders were given them that.., Apoc.9.5.III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that.., esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go.., Il.3.322;τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2
; δός με τείσασθαι give me to.., A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers.,τούτῳ.. εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th. 422
;θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς.. παθεῖν S.Ph. 316
, cf. OC 1101, 1287, Pl.Lg. 737b.2 grant, concede in argument,δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd. 100b
, cf. Arist.Metaph. 990a12, al.: c. inf., Id.Ph. 239b29;δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3
;ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph. 186a9
; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men. 87a, Euc.1.9, etc.;δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6
, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp.ἡδονῇ E.Ph.21
, Plu.Publ.13;ἡδοναῖς Philostr. VS1.12
;ἐλπίδι J.AJ17.12.2
;εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8
; at full speed,Alciphr.
3.47. -
17 ὑφίστημι
A : [tense] aor. ὑπέστησα, [dialect] Dor.ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26
:—Causal, place or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152;ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1
: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16;ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7
; , etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj. 1091;ὑ. δόλον E.
l.c.; v. infr. B.1.1.3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας)ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14
(v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting,ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4
;ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr. 271
, cf. Procl. Inst.28.II [voice] Med. also in causal sense, mostly [tense] fut. and [tense] aor. 1, lay down, premise, ;ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9
;ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους.. ὑποστήσωνται Id.7.7.6
.3 conceive, suppose, c. acc. et inf.,τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς.. εἶναι Phld.D.1.17
; , cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, , cf. 12, D.L.2.86:—[voice] Pass.,τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. (Hom. uses only [tense] aor. 2):— stand under as a support,ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ.. τῇ αὐλῇ Hdt.2.153
; ;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA 708b31
; v. supr. A. 1.1.2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael. 311a17; of a sediment, deposit,ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79
, cf. Arist.Mete. 357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).II place oneself under an engagement, promise to do, folld. by [tense] fut. inf.,ὅσσ' Ἀχιλῆϊ.. ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195
, cf. Hdt.9.94;θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA 360
(troch.), cf. Ar.V. 716(anap.), Pl.Lg. 751d; by [tense] aor.inf., (i B. C.); by [tense] pres. inf.,ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128
;ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35
: the inf. is sts. omitted, ὡς.. ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., after promise given,Od.
3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sts. with acc. of object (but an inf. may be supplied),πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης.. Πριάμῳ 13.375
;τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243
, cf. 11.244; , cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν.., ἀπονέεσθαι vain was the promise we made.., that he would return, Il.5.715.3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28;ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61
, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28;ἀγῶνας Th.3.57
, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); ; ; ;ἀπεχθείας Plu.Them.3
;πόλεμον Plb. 1.6.7
, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61;τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8
;τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24
: also c. inf., consent, bring oneself to,οὔ τίς με.. ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273
;πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114
; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.b undertake an office,τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19
,31;γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12
([place name] Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic)τὴν στρατηγίαν SIG876.6
(Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: alsoἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7
;χορηγὸς ὑπέστην D.21.69
; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον.. ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet.,ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu. 204
: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i. e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).c make an offer in a public auction, ἔδοξεν.. μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο.. τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος ( = -άμενος)οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11
(iii A. D.).d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.III lie concealed or in ambush, Hdt.8.91, E.Andr. 1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2,ὑφίημι 1.3
, ὑφεῖσα.IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12:ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61
, cf. E.HF 1349: c. acc., Id.Cyc. 200, Rh. 375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph. 1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποστᾰθείς, opp. φεύγων, E.Rh. 315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr. 940b36.2 subsist, exist (cf.ὑπόστασις B.
III),κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr. 188
;ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36
;τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22
, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6;ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c
, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction betw. τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); business in hand,Plb.
6.14.5.b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank-account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.);τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211
(Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν.. χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the.. fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφίστημι
-
18 συμβαίνω
συμ-βαίνω, (1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen; (2) zusammentreten, -kommen, hingehen; bes. um sich mit einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen; dah. übereinkommen; sich aussöhnen; übereinstimmen; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln; Ἀϑηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen; im Äußeren einander entsprechen, ähneln, gleich sein; τὰ συμβαϑέντα, der Vertrag. Bes. sich ereignen, zutreffen; c. inf., συνέβη μοι πορεύεσϑαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich etwas ereignen sollte, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne: von Statten gehen, Fortgang haben; auch σκοποῠντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, ich finde mich veranlaßt zu glauben; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen; wie τυγχάνω eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebnis; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht notwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt; zusammentreffen, von Summen beim Rechnen; in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Konsequenzen zieht
См. также в других словарях:
γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
πρωτόπλασμα — Είναι η ζώσα ύλη· μπορεί να είναι οργανωμένη με πολύπλοκη δομή ως το βασικό στοιχείο του κυττάρου, όπως στο μεγαλύτερο μέρος των έμβιων όντων, μπορεί όμως να έχει πολύ απλή δομική οργάνωση, όπως σε μερικά φύκια, χωρίς σαφή όρια. Η παρουσία του π … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek